σπουδαστήριο

σπουδαστήριο
[спудастирио] ουσ. о. читальный зал.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σπουδαστήριο" в других словарях:

  • σπουδαστήριο — το χώρος κατάλληλος για μελέτη: Κάθε μέρα πάει στο σπουδαστήριο για να τελειώσει τη μελέτη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδαστήριο — το, Ν χώρος, αίθουσα για μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάζω + επίθημα τήριο (πρβλ. δικασ τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1783 στον Στ. Γκοσάνο] …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

  • Ολίβι ή Ολιέ, Πιερ — (Pierre Jean Olivi ή Olieu, Σερινιάν, Λανγκντόκ 1248 – Ναρμπόν 1298). Γάλλος θεολόγος και φιλόσοφος. Μπήκε στο τάγμα των μινωριτών και σπούδασε θεολογία στο Παρίσι. Υποστηρικτής μιας αυστηρής ερμηνείας της φραγκισκανικής πενίας, ο Ο. απέβη… …   Dictionary of Greek

  • Neogräzistik — (griechisch: Nεότερη Eλληνική Φιλολογία) bezeichnet eine akademische Disziplin der Geisteswissenschaften, die die sprach , literatur , kulturwissenschaftliche sowie landeskundliche Erforschung und Lehre der griechischen Welt der Neuzeit und… …   Deutsch Wikipedia

  • Занятие ущелья Клисура — Итало греческая война …   Википедия

  • Нирванас, Павлос — Павлос Нирванас . Павлос Нирванас (греч. Παύλο …   Википедия

  • Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года  Бухарест 19 января …   Википедия

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • ιεροσπουδαστήριο — το ιεροδιδασκαλείο*, σχολείο που ετοιμάζει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σπουδαστήριο. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροσπουδαστήριον μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»